- κυισκομένη
- κυϊσκομένη , κυίσκομαιconceivepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)κυϊσκομένη , κυίσκωpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυΐσκω — (AM) 1. καθιστώ έγκυο 2. (ενεργ. και παθ.) κυοφορώ («αὐτὴ κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα», Πλάτ.) αρχ. παθ. (για φυτό) κυΐσκομαι γονιμοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ «είμαι έγκυος» + επίθημα εναρκτικών ρ. (ί)σκω (πρβλ. στερ ίσκω)] … Dictionary of Greek